πλόχανον

πλόχανον
-άνου, τὸ, Α
βλ. πλόκανον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλόκανον — και πλόχανον, τὸ, Α 1. το πλεκτό, οποιοδήποτε έργο πλεκτικής, όπως είναι λ.χ. το καλάθι, καθετί το πλεγμένο 2. πλεκτό κόσκινο ή λίκνο για καθαρισμό σιτηρών 3. πλεγμένο σχοινί 4. διυλιστήρας, σουρωτήρι, κόσκινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλοκ τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”